αποκοιμηθώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποκοιμηθώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκοιμιέμαι
- θα αποκοιμηθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκοιμιέμαι
αποκοιμηθώ