αποκλιμακώνοντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίααποκλιμακώνοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αποκλιμακώνω
- ⮡ Αποκλιμακώνοντας την ένταση, κατάφερε να τους βάλει στο τραπέζι των συνομιλιών.
αποκλιμακώνοντας άκλιτο