αποκεφαλίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποκεφαλίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκεφαλίζω
- θα αποκεφαλίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκεφαλίζω