Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποκαρδιώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκαρδιώνω
  2. θα αποκαρδιώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκαρδιώνω