αποκαρδιώσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποκαρδιώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκαρδιώνω
- θα αποκαρδιώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκαρδιώνω