αποκαλυφθώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποκαλυφθώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκαλύπτομαι
- θα αποκαλυφθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκαλύπτομαι
αποκαλυφθώ