αποκαλέσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποκαλέσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκαλώ
- θα αποκαλέσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκαλώ
αποκαλέσετε