Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποθησαυρίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποθησαυρίζω
  2. θα αποθησαυρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποθησαυρίζω
  3. να αποθησαυρίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποθησαυρίζω