αποδημήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποδημήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποδημώ
- θα αποδημήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδημώ
- να αποδημήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδημώ