Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποδημήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποδημώ
  2. θα αποδημήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδημώ
  3. να αποδημήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδημώ