Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποδεχτεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποδέχομαι
  2. θα αποδεχτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδέχομαι
  3. να αποδεχτεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδέχομαι