απογεμίσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπογεμίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απογεμίζω
- θα απογεμίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απογεμίζω
απογεμίσετε