Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

απογεμίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απογεμίζω
  2. θα απογεμίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απογεμίζω
  3. να απογεμίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απογεμίζω