Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απογείωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
απογείωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
απογειώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
απογειώνω