Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποβιομηχανίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποβιομηχανίζω
  2. θα αποβιομηχανίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποβιομηχανίζω
  3. να αποβιομηχανίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποβιομηχανίζω