αποβιομηχανίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποβιομηχανίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποβιομηχανίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποβιομηχανίζομαι | αποβιομηχανιζόμουν(α) | θα αποβιομηχανίζομαι | να αποβιομηχανίζομαι | ||
β' ενικ. | αποβιομηχανίζεσαι | αποβιομηχανιζόσουν(α) | θα αποβιομηχανίζεσαι | να αποβιομηχανίζεσαι | (αποβιομηχανίζου) | |
γ' ενικ. | αποβιομηχανίζεται | αποβιομηχανιζόταν(ε) | θα αποβιομηχανίζεται | να αποβιομηχανίζεται | ||
α' πληθ. | αποβιομηχανιζόμαστε | αποβιομηχανιζόμαστε αποβιομηχανιζόμασταν |
θα αποβιομηχανιζόμαστε | να αποβιομηχανιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αποβιομηχανίζεστε | αποβιομηχανιζόσαστε αποβιομηχανιζόσασταν |
θα αποβιομηχανίζεστε | να αποβιομηχανίζεστε | (αποβιομηχανίζεστε) | |
γ' πληθ. | αποβιομηχανίζονται | αποβιομηχανίζονταν αποβιομηχανιζόντουσαν |
θα αποβιομηχανίζονται | να αποβιομηχανίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποβιομηχανίστηκα | θα αποβιομηχανιστώ | να αποβιομηχανιστώ | αποβιομηχανιστεί | ||
β' ενικ. | αποβιομηχανίστηκες | θα αποβιομηχανιστείς | να αποβιομηχανιστείς | αποβιομηχανίσου | ||
γ' ενικ. | αποβιομηχανίστηκε | θα αποβιομηχανιστεί | να αποβιομηχανιστεί | |||
α' πληθ. | αποβιομηχανιστήκαμε | θα αποβιομηχανιστούμε | να αποβιομηχανιστούμε | |||
β' πληθ. | αποβιομηχανιστήκατε | θα αποβιομηχανιστείτε | να αποβιομηχανιστείτε | αποβιομηχανιστείτε | ||
γ' πληθ. | αποβιομηχανίστηκαν αποβιομηχανιστήκαν(ε) |
θα αποβιομηχανιστούν(ε) | να αποβιομηχανιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποβιομηχανιστεί | είχα αποβιομηχανιστεί | θα έχω αποβιομηχανιστεί | να έχω αποβιομηχανιστεί | αποβιομηχανισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποβιομηχανιστεί | είχες αποβιομηχανιστεί | θα έχεις αποβιομηχανιστεί | να έχεις αποβιομηχανιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποβιομηχανιστεί | είχε αποβιομηχανιστεί | θα έχει αποβιομηχανιστεί | να έχει αποβιομηχανιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποβιομηχανιστεί | είχαμε αποβιομηχανιστεί | θα έχουμε αποβιομηχανιστεί | να έχουμε αποβιομηχανιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποβιομηχανιστεί | είχατε αποβιομηχανιστεί | θα έχετε αποβιομηχανιστεί | να έχετε αποβιομηχανιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποβιομηχανιστεί | είχαν αποβιομηχανιστεί | θα έχουν αποβιομηχανιστεί | να έχουν αποβιομηχανιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποβιομηχανίζομαι
|