αποβιβάσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποβιβάσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποβιβάζω
- θα αποβιβάσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποβιβάζω
αποβιβάσετε