Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποβιβάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποβιβάζω
  2. θα αποβιβάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποβιβάζω
  3. να αποβιβάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποβιβάζω