απευχηθούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπευχηθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απεύχομαι
- θα απευχηθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απεύχομαι
απευχηθούν