Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απειληθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απειλούμαι
  2. θα απειληθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απειλούμαι