Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

απαυδήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απαυδώ
  2. θα απαυδήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απαυδώ
  3. να απαυδήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απαυδώ