απαυγάσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπαυγάσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απαυγάζω
- θα απαυγάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απαυγάζω
απαυγάσουν