Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απατήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απατώ
  2. θα απατήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απατώ