απατήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
απατήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απατώ
- θα απατήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απατώ
- να απατήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απατώ
απατήσει