Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απατήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απατώ
  2. θα απατήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απατώ
  3. να απατήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απατώ