Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απαστράψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απαστράπτω
  2. θα απαστράψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απαστράπτω
  3. να απαστράψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απαστράπτω