Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απαριθμήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απαριθμώ
  2. θα απαριθμήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απαριθμώ
  3. να απαριθμήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απαριθμώ