απανθρακωθώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
απανθρακωθώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απανθρακώνομαι
- θα απανθρακωθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απανθρακώνομαι
απανθρακωθώ