Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απαγκιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απαγκιάζω
  2. θα απαγκιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απαγκιάζω
  3. να απαγκιάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απαγκιάζω