Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απαγάγω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απάγω
  2. θα απαγάγω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απάγω