απαγάγει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
απαγάγει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απάγω
- θα απαγάγει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απάγω
- να απαγάγει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απάγω
απαγάγει