Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απαγάγει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απάγω
  2. θα απαγάγει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απάγω
  3. να απαγάγει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απάγω