Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αξιολογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αξιολογώ
  2. θα αξιολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αξιολογώ
  3. να αξιολογήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αξιολογώ