Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανυψωτικώς < ανυψωτικός + -ώς

  Επίρρημα επεξεργασία

ανυψωτικώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία