Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανυψωτικώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανυψωτικώς
<
ανυψωτικός
+
-ώς
Επίρρημα
επεξεργασία
ανυψωτικώς
(
σπάνιο
) με
ανυψωτικό
τρόπο, που ανυψώνει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανυψωτικώς