αντροκαλέσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααντροκαλέσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντροκαλώ
- θα αντροκαλέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντροκαλώ
- να αντροκαλέσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντροκαλώ