Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αντροκαλέσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντροκαλώ
  2. θα αντροκαλέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντροκαλώ
  3. να αντροκαλέσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντροκαλώ