αντροκαλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααντροκαλώ
- Προκαλώ κάποιον σε αγώνα, σε μονομαχία.
- Αντροκαλώ, αντροκαλώ σε Χάροντα νύχτα χωρίς, νύχτα χωρίς φεγγάρι κατέβα να παλέψουμε αν είσαι παλικάρι. (Ηλίας Λυμπερόπουλος, Αντροκαλώ σε Χάροντα).
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντροκαλώ
|