αντιχαιρετίσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααντιχαιρετίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιχαιρετίζω
- θα αντιχαιρετίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιχαιρετίζω