Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αντισταθμίσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντισταθμίζω
  2. θα αντισταθμίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντισταθμίζω