Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντιστήριξε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αντιστήριξε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αντιστηρίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αντιστηρίζω