Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αντιπροσωπεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντιπροσωπεύω
  2. θα αντιπροσωπεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιπροσωπεύω
  3. να αντιπροσωπεύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιπροσωπεύω