αντιπροσωπεύσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αντιπροσωπεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντιπροσωπεύω
- θα αντιπροσωπεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιπροσωπεύω
- να αντιπροσωπεύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιπροσωπεύω