αντιμετωπίσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αντιμετωπίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντιμετωπίζω
- θα αντιμετωπίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιμετωπίζω
- να αντιμετωπίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιμετωπίζω