Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιμετατίθεμαι, παθητική φωνή του αντιμεταθέτω

αντιμετατίθεμαι, στ.μέλλ.: θα αντιμετατεθώ, αόρ.: αντιμετατέθηκα

→ δείτε τη λέξη αντιμεταθέτω