Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιμετατίθεμαι, παθητική φωνή του αντιμεταθέτω

  Ρήμα επεξεργασία

αντιμετατίθεμαι, στ.μέλλ.: θα αντιμετατεθώ, αόρ.: αντιμετατέθηκα

→ δείτε τη λέξη αντιμεταθέτω