αντιληφθεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αντιληφθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντιλαμβάνομαι
- θα αντιληφθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιλαμβάνομαι
- να αντιληφθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιλαμβάνομαι