Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αντιληφθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντιλαμβάνομαι
  2. θα αντιληφθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιλαμβάνομαι
  3. να αντιληφθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιλαμβάνομαι