αντιλαλήσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααντιλαλήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιλαλώ
- θα αντιλαλήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιλαλώ
αντιλαλήσετε