αντικατοπτρίσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αντικατοπτρίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντικατοπτρίζω
- θα αντικατοπτρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντικατοπτρίζω
- να αντικατοπτρίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντικατοπτρίζω