Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιεισαγγελεύς αρσενικό ή θηλυκό → δείτε κλιτικούς τύπους όπως στην καθαρεύουσα ἀντεισαγγελεύς, με αντι-

  Πηγές επεξεργασία