αντιεισαγγελεύς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααντιεισαγγελεύς αρσενικό ή θηλυκό → δείτε κλιτικούς τύπους όπως στην καθαρεύουσα ἀντεισαγγελεύς, με αντι-
Πηγές
επεξεργασία- «αντεισαγγελέας κ. αντιεισαγγελέας» & αντεισαγγελεύς - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- μόνο «ἀντεισαγγελεύς» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .