Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αντιδράσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιδρώ
  2. θα αντιδράσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιδρώ