αντασφαλίσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αντασφαλίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντασφαλίζω
- θα αντασφαλίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντασφαλίζω
- να αντασφαλίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντασφαλίζω