Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αντασφαλίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντασφαλίζω
  2. θα αντασφαλίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντασφαλίζω
  3. να αντασφαλίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντασφαλίζω