ανταμώσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανταμώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανταμώνω
- θα ανταμώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανταμώνω
ανταμώσουμε