Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανταμείψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανταμείβω
  2. θα ανταμείψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανταμείβω
  3. να ανταμείψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανταμείβω