Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανταλλάξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανταλλάσσω
  2. θα ανταλλάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανταλλάσσω
  3. να ανταλλάξει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανταλλάσσω