ανταλλάξει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανταλλάξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανταλλάσσω
- θα ανταλλάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανταλλάσσω
- να ανταλλάξει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανταλλάσσω