ανοσοποιήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανοσοποιήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανοσοποιώ
- θα ανοσοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανοσοποιώ
- να ανοσοποιήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανοσοποιώ