Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανοσοποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανοσοποιώ
  2. θα ανοσοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανοσοποιώ
  3. να ανοσοποιήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανοσοποιώ