ανοσιουργήσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανοσιουργήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανοσιουργώ
- θα ανοσιουργήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανοσιουργώ